- κακοφροσύνη
- κακοφροσύνη, ἡ (AM) [κακόφρων]μωρία, ανοησία, αφροσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοφροσύνη — folly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύνῃ — κακοφροσύνη folly fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύναις — κακοφροσύνη folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύνην — κακοφροσύνη folly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύνης — κακοφροσύνη folly fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύνῃσι — κακοφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύνῃσιν — κακοφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφροσύνας — κακοφροσύνᾱς , κακοφροσύνη folly fem acc pl κακοφροσύνᾱς , κακοφροσύνη folly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογνωμία — και κακογνωμιά, η (Μ κακογνωμία) [κακόγνωμος] δυστροπία, ιδιοτροπία, παραξενιά, κακή κρίση, πείσμα μσν. κακοφροσύνη … Dictionary of Greek
συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη … Dictionary of Greek